ὄγμος

ὄγμος
ὄγμος, ,
A furrow in ploughing,

τοὶ δὲ στρέψασκον ἀν' ὄγμους Il.18.546

;

πίονες ὄγμοι h.Cer.455

.
2 swathe in reaping,

ὥς τ' ἀμητῆρες ὄ. ἐλαύνωσιν Il.11.68

;

δράγματα δ' ἄλλα μετ' ὄ. . . πῖπτον 18.552

, cf. 557 ;

ὄ. ἄγειν ὀρθόν Theoc.10.2

.
3 strip of cultivated land (written ὤγμος), PFay.120.7 (ii A.D.), BGU166.7 (ii A.D.).
II metaph., ὅ τε πλήθει μέγας ὄ. [the moon's] vast orbit is accomplished, h.Hom. 32.11 ; of the sun, Arat.749 ; of a hippopotamus,

παλίσσυτον ὄ. ἐλαύνων Nic.Th.571

; ὄ. κακῶν . . γήραος, i.e. wrinkled old age, Archil. 116 ; ὄ. ὀδόντων row of teeth, APl.4.265, etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όγμος — ὄγμος και δ. γρφ. ὦγμος, ὁ (Α) 1. γραμμή, ιδίως αυλάκι ανοιγμένο σε αγρό από άροτρο 2. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού 3. το έργο τών θεριστών που γίνεται κατά σειρές, η σειρά που κάνει ο θεριστής («δράγματα δ ἄλλα μετ ὄγμον... πῑπτον», Ομ. Ιλ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • ὄγμος — furrow masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγμοι — ὄγμος furrow masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγμοις — ὄγμος furrow masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγμον — ὄγμος furrow masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγμου — ὄγμος furrow masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγμους — ὄγμος furrow masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγμων — ὄγμος furrow masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄγμῳ — ὄγμος furrow masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώγμος — ὁ, (Α, ὦγμος) ὄγμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλη γρφ. τού ὄγμος*] …   Dictionary of Greek

  • Аблаут в праиндоевропейском языке — Аблаут в праиндоевропейском языке  система регулярных чередований гласных, существовавшая в самом праязыке и перешедшая в его потомки. Термин аблаут (от нем. Ablaut, тж. нем. Abstufung der Laute «чередование звуков»[1]; также… …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”